πρυτανέως

πρυτανέως
πρυτανέω̆ς , πρυτανεύς
masc gen sg
πρυτανεύς
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πρυτάνεως — Πρυτάνεω̆ς , Πρύτανις ruler fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυτάνεως — πρυτάνεω̆ς , πρύτανις ruler masc gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • P. Oxy. XLII 3035 — Das Papyrus Oxyrhynchus 3035 (oder auch P. Oxy. XLII 3035) ist ein Dokument mit einem Haftbefehl für einen Christen vom 28. Februar 256 AD, der von den Behörden des Römischen Reiches ausgestellt wurde. Es ist eine der ältesten nachgewiesenen… …   Deutsch Wikipedia

  • αντιπρύτανις — ( εως), ο 1. ο αντικαταστάτης του πρυτάνεως 2. ο πρύτανις του επόμενου ακαδημαϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πρύτανις. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεία — (I) η, ΝΑ, και ιων. τ. πρυτανηΐη και αττ. τ. προτανία και προτανεία Α [πρυτανεύω] (στην αρχ. Αθήνα) 1. η θητεία τών πενήντα βουλευτών καθεμιάς από τις δέκα φυλές, που ισοδυναμούσε χρονικά με το 1/10 τού έτους 2. το αξίωμα ή η κυβέρνηση τών… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …   Dictionary of Greek

  • πρυτανικός — ή, ό / πρυτανικός, ή, όν, ΝΑ [πρύτανις] νεοελλ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε πρύτανη («πρυτανικός λόγος» ο λόγος που εκφωνείται από τον πρύτανη κατά την διάρκεια τής τελετής η οποία γίνεται για την ανάληψη τών καθηκόντων του) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • χρηματόγραφο — το, Ν (παλ. όρος) δικαιόγραφο που έχει ως αντικείμενο κάποια χρηματική παροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, χρήματος + γράφο (< γράφω), πρβλ. χρεώ γραφο. Η λ., στον πληθ. χρηματόγραφα, μαρτυρείται από το 1894 στη Λογοδοσία πρυτάνεως πανεπιστημίου] …   Dictionary of Greek

  • χρηματόδεμα — το, Ν σφραγισμένο ταχυδρομικό δέμα που περιέχει χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, ατος + δέμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στη Λογοδοσία τού πρυτάνεως πανεπιστημίου] …   Dictionary of Greek

  • πρυτανείον — Δημόσιο οίκημα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις, που ήταν αφιερωμένο στην Εστία, και χρησίμευε και ως έδρα του πρυτάνεως. Στην Αθήνα, το π. ήταν έδρα του επώνυμου άρχοντα, και εκεί φιλοξενούσαν τους ξένους πρέσβεις και τους Αθηναίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”